- παραθήκῃ
- παραθήκηanything entrusted tofem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραθήκη — anything entrusted to fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθήκη — ἡ, ΜΑ [παρατίθημι] παρακαταθήκη αρχ. 1. καθετί που τοποθετείται κοντά σε κάτι άλλο, προσθήκη, παράρτημα 2. ενέχυρο 3. καθετί εμπεπιστευμένο σε άλλον 4. η πίστη τών χριστιανών («τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ) 5. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
παραθηκῶν — παραθήκη anything entrusted to fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθῆκαι — παραθήκη anything entrusted to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθήκαις — παραθήκη anything entrusted to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθήκην — παραθήκη anything entrusted to fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθήκης — παραθήκη anything entrusted to fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθηκάρης — ὁ, Μ αυτός που φυλάσσει την παραθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραθήκη + κατάλ. άρης (πρβλ. νωτ άρης)] … Dictionary of Greek
παραθήκας — παραθήκᾱς , παραθήκη anything entrusted to fem acc pl παραθήκᾱς , παραθήκη anything entrusted to fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek